- μεταγραμματισμός
- μεταγραμμᾰτ-ισμός, ὁ,A transcription in a different orthography, Gal. 18(2).778.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταγραμματισμός — ο (ΑM μεταγραμματισμός) [μεταγραμματίζω] η μετάθεση γραμμάτων, ο σχηματισμός νέας λέξης ή φράσης με μετάθεση τών γραμμάτων μιας άλλης λέξης ή φράσης, αναγραμματισμός αρχ. η μεταβολή τών γραμμάτων από την παλαιά γραφή στη μεταγενέστερη, η… … Dictionary of Greek
μεταγραμματισμός — ο η αλλαγή θέσης των γραμμάτων μιας λέξης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταγραμματισμόν — μεταγραμματισμός transcription in a different orthography masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)